- μερισματόγραφο
- τόη μερισματαπόδειξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρισμα -ατος + -γραφο (< γράφω), πρβλ. υστερό-γραφο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μερισματαπόδειξη — η η προσαρτημένη στη μετοχή απόδειξη είσπραξης με την οποία καταβάλλεται το μέρισμα που αναλογεί σε κάθε μετοχή, αλλ. μερισματόγραφο, κν. κουπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρισμα, ατος + απόδειξη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής… … Dictionary of Greek